τιμάριθμος

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερyour good and perfect will, Father

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(οικον.) δείκτης μετρήσεως του κόστους διαβιώσεως ο οποίος βασίζεται στις μεταβολές τών λειανικών τιμών, αλλ. δείκτης τιμών καταναλωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + αριθμός].