τοπολογικός

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. μαθημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπολογία («τοπολογική ιδιότητα»)
2. φρ. «τοπολογικός χώρος»
μαθημ. ο χώρος μέσα στον οποίο έχει οριστεί μια τοπολογία.
επίρρ...
τοπολογικῶς και τοπολογικά
1. με τον τρόπο της τοπολογίας
2. από την άποψη της τοπολογίας.