τοποφυλαξία

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ.
ενδοφλέβια χορήγηση φαρμάκου με χρησιμοποίηση πλαστικού επιδέσμου για επιβράδυνση της έγχυσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. topophylaxie (< τόπος + φύλαξη)].