τοὐπί

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

Greek (Liddell-Scott)

τοὐπί: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἐπί, σώθηθ’ ὅσσον γε τοὐπ’ ἔμ’ Εὐρ. Ὀρ. 1345.

Greek Monotonic

τοὐπί: κράση αντί τὸ ἐπί.

Russian (Dvoretsky)

τοὐπί: in crasi = τὸ ἐπί.