Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τρίπρακτος
Greek Monolingual
και τρίπραχτος, -η, -ο, Ν (για θεατρικό έργο) διαρθρωμένος σε τρεις πράξεις, αυτός που έχει τρεις πράξεις («τρίπρακτο δράμα»). [ΕΤΥΜΟΛ.<τρι- +πράξη (πρβλ.μονόπρακτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Μ. Ηλ. Χατζάκο].