μονόπρακτος

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για θεατρικό ή μουσικό έργο) ο αποτελούμενος από μία μόνο πράξη («μονόπρακτη όπερα», «μονόπρακτη κωμωδία»)
2. (συν. το ουδ. ως ουσ.) το μονόπρακτο
σύντομο θεατρικό έργο που αποτελείται από μία πράξη («τα μονόπρακτα του Μπρεχτ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πρακτος (< πράττω), πρβλ. έμπρακτος, τρίπρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αλέξ. Βουκίδη].