τρίσχημος

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσχημος Medium diacritics: τρίσχημος Low diacritics: τρίσχημος Capitals: ΤΡΙΣΧΗΜΟΣ
Transliteration A: tríschēmos Transliteration B: trischēmos Transliteration C: trischimos Beta Code: tri/sxhmos

English (LSJ)

τρίσχημον, of triple form, An.Ox.2.307.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσχημος: -ον, ὁ τριττὸς τὸ σχῆμα, ἔχων τρία σχήματα, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 307.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εμφανίζεται με τρία σχήματα, τρίμορφος, τριπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δεκάσχημος].