τραχηλάγρα

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. είδος λαβίδας με την οποία συλλαμβάνεται και έλκεται ο τράχηλος της μήτρας κατά τη διάρκεια γυναικολογικών επεμβάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -αγρα (< ἄγρα «κυνήγι, επιδίωξη»), πρβλ. ποδάγρα].