τραχυόδους

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχῠόδους Medium diacritics: τραχυόδους Low diacritics: τραχυόδους Capitals: ΤΡΑΧΥΟΔΟΥΣ
Transliteration A: trachyódous Transliteration B: trachyodous Transliteration C: trachyodous Beta Code: traxuo/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ, with rough teeth, Glossaria on καρχαρόδοντες, Apollon.Lex.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχυόδους: -οντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τραχεῖς ὀδόντας, Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμηρ. σ. 383 ἐν λ καρχαρόδοντες.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τραχιά, σκληρά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -όδους (< ὀδών / ὀδούς), πρβλ. οξυόδους, πολυόδους].