τραχυόδους
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ, with rough teeth, Glossaria on καρχαρόδοντες, Apollon.Lex.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾱχυόδους: -οντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τραχεῖς ὀδόντας, Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμηρ. σ. 383 ἐν λ καρχαρόδοντες.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τραχιά, σκληρά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -όδους (< ὀδών / ὀδούς), πρβλ. οξυόδους, πολυόδους].