τραύξανα

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραύξανα Medium diacritics: τραύξανα Low diacritics: τραύξανα Capitals: ΤΡΑΥΞΑΝΑ
Transliteration A: traúxana Transliteration B: trauxana Transliteration C: trayksana Beta Code: trau/cana

English (LSJ)

τά, dry chips, waste that falls from the manger, Pherecr. 241 (cf. Phot. and Suid.); τραύσανον· ξηρὸν πᾶν, ἢ φρύγανον, Hsch. Cf. τρώξανον.

Greek (Liddell-Scott)

τραύξανα: τά, «τὰ ἀπὸ τῆς φάτνης ἀποπίπτοντα τῶν ἵππων, ἢ τῶν βοῶν ἢ τῶν ἄλλων κτηνῶν λείψανα· σημαίνει δὲ καὶ τὰ ἀκανθώδη καὶ ξηρὰ ξύλα· οὕτως Φερεκράτης (ἐν Ἀδήλ. 57)» Φώτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τραύσανον, ξηρὸν πᾶν ἢ φρύγανον». ― Πρβλ. τρώξανον.

Frisk Etymology German

τραύξανα: {traúksana}
Grammar: n. pl.
Meaning: dürres Holz, Reisig (Pherekr.),
Derivative: auch τραύσανον· ξηρὸν πᾶνφρύγανον H. (zu σ für ξ Schwyzer 211).
Etymology: Für τρώξανα (s. τρώγω) nach θραύω (nicht alter Ablaut ω[υ]: αυ; vgl. Schwyzer 346).
Page 2,919