τρεμολάμπω

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

Ν
φέγγω τρεμουλιαστά, εκπέμπω τρεμουλιαστό φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω + λάμπω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία].