τρεμουλιάζω
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
Greek Monolingual
Ν τρεμούλα
1. τρέμω από φόβο, από κρύο, από αδυναμία ή από πυρετό
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρεμουλιασμένος, -η, -ο
τρεμουλιάρης, τρεμουλιάρικος.