τρενάρισμα
From LSJ
Greek Monolingual
και τραινάρισμα, το, Ν
επιβράδυνση, καθυστέρηση, ιδίως σκόπιμη ή αδικαιολόγητη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρενάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. παρκάρισμα)].
και τραινάρισμα, το, Ν
επιβράδυνση, καθυστέρηση, ιδίως σκόπιμη ή αδικαιολόγητη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρενάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. παρκάρισμα)].