τριγόνια
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
τὰ, Α
(στον Αριστοτ.) τεττιγόνια (βλ. τεττιγόνιον).
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλη γρφ. του τεττιγόνια, κατ' επίδραση του τρίζω (πρβλ. τρίγλη)].