τρισόσιος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek (Liddell-Scott)

τρισόσιος: ὁ, ὁ πάνυ ὅσιος, ὁσιώτατος, Φωτ. Βιβλιοθ. 256, σ. 471Β, 8.

Greek Monolingual

-οσία, -ον, Μ
τρεις φορές όσιος, οσιότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + ὅσιος «άγιος, ιερός»].