τροτ

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

και τροκ, το, Ν
άκλ. (για ιππασία) τροχασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trot < trotter «καλπάζω, τριποδίζω»].