τροχασμός

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχασμός Medium diacritics: τροχασμός Low diacritics: τροχασμός Capitals: ΤΡΟΧΑΣΜΟΣ
Transliteration A: trochasmós Transliteration B: trochasmos Transliteration C: trochasmos Beta Code: troxasmo/s

English (LSJ)

ὁ, = τρόχασμα.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τροχάζω
νεοελλ.
ταχύς βηματισμός αλόγου και, ειδικότερα, βηματισμός πιο γρήγορος από το βάδην και πιο αργός από τον καλπασμό, κν. τροκ.