τρόμπας

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

ο, Ν τρόμπα
(με υβριστική ή σκωπτική σημ.) α) γελοίος, ηλίθιος, βλάκας
β) αυνανιζόμενος.