τρύσιππος
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
English (LSJ)
ὁ, v. τρυσίππιον.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
(κατά τον Θεόγνωστ.) γέρικο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από τη λ. τρυσίππιον.