τρώσω

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

French (Bailly abrégé)

fut. de τιτρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

τρώσω: fut. к τιτρώσκω.