τσίτι

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

το, Ν
είδος βαμβακερού υφάσματος με απλή ύφανση και έγχρωμο διάκοσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < αγγλ. city, το εμπορικό τμήμα του Λονδίνου, ενώ, κατ' άλλη άποψη, < τουρκ. cit].