τσαλαπάτημα
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
το, Ν τσαλαπατώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσαλαπατώ, ποδοπάτημα
2. μτφ. πολύ μεγάλος εξευτελισμός, στραπάτσο.