τσιγγούνικος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
και τσιγκούνικος, -η, -ο, Ν τσιγγούνης / τσιγκούνης]]
αυτός που χαρακτηρίζεται από τσιγγουνιά ή αυτός που γίνεται με τσιγγουνιά (α. «τσιγγούνικη συμπεριφορά» β. «τσιγγούνικη πληρωμή»).