τσουβάλι

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

Greek Monolingual

το, Ν
1. μεγάλος, συνήθως καννάβινος, σάκος, σακί
2. συνεκδ. το περιεχόμενο του τσουβαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα σακίπήρα τρία τσουβάλια αλεύρι»)
3. φρ. «τον έβαλαν στο τσουβάλι» — τον εξαπάτησαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuval].