τσουβάλι

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. μεγάλος, συνήθως καννάβινος, σάκος, σακί
2. συνεκδ. το περιεχόμενο του τσουβαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα σακίπήρα τρία τσουβάλια αλεύρι»)
3. φρ. «τον έβαλαν στο τσουβάλι» — τον εξαπάτησαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuval].