Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
το, Ν
1. μεγάλος, συνήθως καννάβινος, σάκος, σακί
2. συνεκδ. το περιεχόμενο του τσουβαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα σακί («πήρα τρία τσουβάλια αλεύρι»)
3. φρ. «τον έβαλαν στο τσουβάλι» — τον εξαπάτησαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuval].