τσούξιμο
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσούζω, καυστικός πόνος
2. πόση οινοπνευματωδών ποτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσούξ- του αορ. έ-τσουξ-α του τσούζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. ράψιμο)].