τσούζω

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

Ν
1. προκαλώ καυστικό πόνο («μέ έτσουξε το φάρμακο»)
2. μτφ. πληγώνω κάποιον ηθικά, τον θίγω («τον έτσουξαν οι βρισιές του»)
3. (αμτβ.) είμαι δριμύς, τσουχτερός (α. «τσούζει η γλώσσα μου»)
4. φρ. «το [ή τα] τσούζω» — πίνω, μεθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σίζω «εκβάλλω συριστικό ήχο» με τροπή του -σ- σε -τσ- (πρβλ. τσυρίζω < συρίζω) και του -ι- σε -ου- (πρβλ. κινώ: κουνώ, σηπία: σουπιά)].