τυμπάνωση

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. τυμπανισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο, μέσω ενός ρ. τυμπανώνω. Η λ., στον λόγιο τ. τυμπάνωσις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].