τυμπανίτιδα

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιατρ. α) ο τυμπανισμός
β) φλεγμονή του τύμπανου του αφτιού
2. (κτην.) ανάπτυξη αερίων μέσα στη μεγάλη κοιλία του στομάχου τών βοειδών και τών προβάτων, οφειλόμενη σε γαστρική δυσπεψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tympanitis (< τύμπανο + κατάλ. -ίτιδα)].