τυμπανίτιδα

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιατρ. α) ο τυμπανισμός
β) φλεγμονή του τύμπανου του αφτιού
2. (κτην.) ανάπτυξη αερίων μέσα στη μεγάλη κοιλία του στομάχου τών βοειδών και τών προβάτων, οφειλόμενη σε γαστρική δυσπεψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tympanitis (< τύμπανο + κατάλ. -ίτιδα)].