τυμπανούμαι

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

-όομαι, ΜΑ τύμπανον
προσβάλλομαι ή πάσχω από υδρωπικία
μσν.
1. είμαι τεντωμένος όπως είναι η επιφάνεια ενός τύμπανου, είμαι πολύ τεντωμένος
2. (σπάν. ο ενεργ. τ.) τυμπανῶ, -όω
τεντώνω, φουσκώνω κάτι.