τυπογραφικός
Greek Monolingual
ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυπογραφία ή στον τυπογράφο (α. «τυπογραφική εργασία» β. «τυπογραφικό λάθος»)
2. αυτός που χρησιμεύει στην εκτύπωση («τυπογραφικά στοιχεία» — μεταλλικοί και ξύλινοι χαρακτήρες με τους οποίους συντίθεται το κείμενο που πρόκειται να εκτυπωθεί)
3. το ουδ. ως ουσ. το τυπογραφικό
το τυπογραφικό φύλλο
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυπογραφικά
τα έξοδα στοιχειοθεσίας και εκτύπωσης ενός εντύπου
5. φρ. α) «τυπογραφικές τέχνες»
(τυπογρ.) το σύνολο τών επιμέρους κλάδων της τυπογραφίας, αλλ. γραφικές τέχνες
β) «τυπογραφικό φύλλο» — σύνολο από 16 διαδοχικές σελίδες που εκτυπώνονται πάνω σε μια συμβατική κόλλα χαρτιού, αλλ. δεκαεξασέλιδο
γ) «τυπογραφική πλάκα» — βλ. πλάκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυπογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].