τυπολατρικός

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν τυπολάτρης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυπολάτρη ή στην τυπολατρία.