τυρφάνθρακας

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
τύρφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύρφη + άνθρακας].