υαλουργείο
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
το / ὑαλουργεῖον, ΝΜΑ, και ὑελουργεῖον και ὑαλούργιον Α υαλουργός
εργαστήριο ή εργοστάσιο υαλουργού, υαλοποιείο.