υγροθηρική

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ενν. τέχνη) η αλιεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -θηρική (< -θήρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. σπογγοθηρική].