υγροποιώ

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

ὑγροποιῶ, -έω, ΝΑ ὑγροποιός
μετατρέπω στερεό ή αέριο σε υγρό.