υγροποιώ

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

ὑγροποιῶ, -έω, ΝΑ ὑγροποιός
μετατρέπω στερεό ή αέριο σε υγρό.