ὑγροποιός

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγροποιός Medium diacritics: ὑγροποιός Low diacritics: υγροποιός Capitals: ΥΓΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hygropoiós Transliteration B: hygropoios Transliteration C: ygropoios Beta Code: u(gropoio/s

English (LSJ)

ὑγροποιόν, producing moisture, φῶς Plu.2.367d; καρπός Porph. ap. Eus.PE3.11.

German (Pape)

[Seite 1171] naß machend, nässend, feuchtend, Plut. Is. et Os. 41.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui rend humide, qui mouille.
Étymologie: ὑγρός, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑγροποιός: приносящий влагу (ἀρχὴ καὶ δύναμις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροποιός: -όν, ὁ παράγων ὑγρασίαν, φῶς Πλούτ. 2. 367D· καρπὸς Πορφύρ. παρ. Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 113Α.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που μεταβάλλει κάτι σε υγρό ή αυτός που παράγει υγρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -ποιός].