υγροσκοπία

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η υγρομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + -σκοπία (< -σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. υδροσκοπία].