γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
-ές, Ααυτός που έχει υγρή όψη, που φαίνεται υγρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλοφανής].