υγροφανής

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει υγρή όψη, που φαίνεται υγρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλοφανής].