υγροφόρος

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
υδροφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φόρος].