υγρόμορφος

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑγρόμορφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει υγρή μορφή
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει μαλακή, τρυφερή μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιόμορφος].