υγρόφοιτος
From LSJ
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
-ον, Α
(ποιητ. τ.) ὑγροπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. πολύφοιτος].