ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
-ον, Α(ποιητ. τ.) ὑγροπόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. πολύφοιτος].