πολύφοιτος

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφοιτος Medium diacritics: πολύφοιτος Low diacritics: πολύφοιτος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΙΤΟΣ
Transliteration A: polýphoitos Transliteration B: polyphoitos Transliteration C: polyfoitos Beta Code: polu/foitos

English (LSJ)

πολύφοιτον, much-roaming, Musae.181.

German (Pape)

[Seite 676] viel hin- u. herschweifend, Mus. 181, ξεῖνος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφοιτος: -ον, ὁ πολὺ συχνάζων που, Μουσαῖ. 18.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συχνάζει πολύ σε ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φοιτος (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. νεόφοιτος].