υδραίικος
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
-η, -ο, Ν Υδραίος
1. ο σχετικός με την Ύδρα («υδραίικα έθιμα»)
2. αυτός που προέρχεται από το παραπάνω νησί («υδραίικο κανάτι»).