Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
-ον, Απιθ. αυτός που αφήνει υγρά ίχνη, ὑγροκέλευθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κέλευθος «δρόμος»].