υδροκέλευθος

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

-ον, Α
πιθ. αυτός που αφήνει υγρά ίχνη, ὑγροκέλευθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κέλευθος «δρόμος»].