υδροκεφαλία
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
Greek Monolingual
η, Ν
1. ιατρ. διάταση τών κοιλοτήτων τών κοιλιών του εγκεφάλου λόγω διαταραχής της απορρόφησης ή της κυκλοφορίας του εγκεφαλονωτιαίου υγρού ή λόγω ατροφίας του εγκεφάλου
2. μτφ. υπέρμετρη ανάπτυξη του κέντρου ενός τομέα δραστηριότητας σε σύγκριση με τα άλλα μέρη που τον συγκροτούν, υπερβολικός συγκεντρωτισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrocephalie (< υδρο- + κεφαλή + -ία)].