υδροκεφαλία

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιατρ. διάταση τών κοιλοτήτων τών κοιλιών του εγκεφάλου λόγω διαταραχής της απορρόφησης ή της κυκλοφορίας του εγκεφαλονωτιαίου υγρού ή λόγω ατροφίας του εγκεφάλου
2. μτφ. υπέρμετρη ανάπτυξη του κέντρου ενός τομέα δραστηριότητας σε σύγκριση με τα άλλα μέρη που τον συγκροτούν, υπερβολικός συγκεντρωτισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrocephalie (< υδρο- + κεφαλή + -ία)].