διάταση

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

η (AM διάτασις)
έκταση, τέντωμα
νεοελλ.
(για σχοινιά) διάταμα
αρχ.
1. ένταση φωνής
2. εξάπλωση
3. διαστολή, διεύρυνση
4. (για φυτά) μεγέθυνση
5. ροπή, έκταση
6. φιλονικία
7. έντονος αγώνας («αἱ διατάσεις τοῦ πνεύματος ῥήγματα... ποιοῦσιν»)
8. (γυμν.) κάθε κίνηση αργή και ομαλή με την οποία επιτυγχάνεται η τέλεια τάση τών μυών ορισμένου μέλους ή ορισμένων μελών του σώματος
9. ιατρ. η διεύρυνση ενός κοίλου οργάνου του σώματος εξαιτίας άσκησης υπερβολικής πίεσης στο τοίχωμά του από αύξηση, ιδίως, του όγκου του περιεχομένου του ή τοξικής βλάβης τών στοιχείων του τοιχώματός του.