θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
η / ὑδροχόη, ΝΜΑ, και μτγντ. ὑδροχόα Ααυλάκι, οχετός νερούνεοελλ.(παλαιότερα) είδος δοχείου με το οποίο έχυναν νερό στη λεκάνη του νιπτήρα, κανάτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + χοή (< χέω), πρβλ. οἰνοχόη].