υδροχόη

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source

Greek Monolingual

η / ὑδροχόη, ΝΜΑ, και μτγν
τ. ὑδροχόα Α
αυλάκι, οχετός νερού
νεοελλ.
(παλαιότερα) είδος δοχείου με το οποίο έχυναν νερό στη λεκάνη του νιπτήρα, κανάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + χοή (< χέω), πρβλ. οἰνοχόη].