ὑδροχόη
From LSJ
[Seite 1174] ἡ, Wasserguß, Gosse, Wassergraben, Wasserleitung, Sp.
η / ὑδροχόη, ΝΜΑ, και μτγν
τ. ὑδροχόα Α
αυλάκι, οχετός νερού
νεοελλ.
(παλαιότερα) είδος δοχείου με το οποίο έχυναν νερό στη λεκάνη του νιπτήρα, κανάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + χοή (< χέω), πρβλ. οἰνοχόη].