υπέργειος

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπέργειος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια της γής, πάνω από την επιφάνεια του εδάφους («υπέργειος βλαστός»)
2. αυτός που βρίσκεται πάνω από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «υπέργειος σελήνη»)
μσν.
το αρσ. ως ουσ. oἱ υπέργειοι
οι αντίθετοι προς τους αντίποδες
αρχ.
αυτός που φαίνεται πάνω από τον ορίζοντα.
επίρρ...
ὑπεργείως Μ
πάνω από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -γειος (< γῆ), πρβλ. ἐπί-γειος, κατά-γειος].