υπαρώ

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

-όω, Α
οργώνω επιφανειακά την γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀρῶ «οργώνω»].