τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
-όω, Αοργώνω επιφανειακά την γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀρῶ «οργώνω»].